- προσαμφιεννυμι
- προσαμφιέννυμιπροσ-αμφιέννῡμι(fut. προσαμφιῶ) надевать
(τινά τι Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά τι Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαμφιέννυμι — Α ντύνω κάποιον επιπροσθέτως («ἐγὼ γὰρ αὐτὸν προσαμφιῶ τοδί», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμφιέννυμι «περιβάλλω κάποιον με κάτι, ντύνω»] … Dictionary of Greek
προσαμφιῶ — προσαμφιέννυμι put on over fut ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαμφιέσας — προσαμφιέσᾱς , προσαμφιέννυμι put on over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)